ἐπικουρία — ἐπικουρίᾱ , ἐπικουρία aid fem nom/voc/acc dual ἐπικουρίᾱ , ἐπικουρία aid fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρίᾳ — ἐπικουρίαι , ἐπικουρία aid fem nom/voc pl ἐπικουρίᾱͅ , ἐπικουρία aid fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικουρία — η 1. ενίσχυση, αρωγή, βοήθεια. 2. εφεδρική δύναμη που στέλνεται για ενίσχυση τμημάτων που πολεμούν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
'πικουρία — ἐπικουρίᾱ , ἐπικουρία aid fem nom/voc/acc dual ἐπικουρίᾱ , ἐπικουρία aid fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπικουρίας — ἐπικουρίᾱς , ἐπικουρία aid fem acc pl ἐπικουρίᾱς , ἐπικουρία aid fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρίας — ἐπικουρίᾱς , ἐπικουρία aid fem acc pl ἐπικουρίᾱς , ἐπικουρία aid fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρίαι — ἐπικουρία aid fem nom/voc pl ἐπικουρίᾱͅ , ἐπικουρία aid fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρίαν — ἐπικουρίᾱν , ἐπικουρία aid fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουριῶν — ἐπικουρία aid fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρίαις — ἐπικουρία aid fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)